Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεισιδαίμονας [δisiδémonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : που πιστεύει σε δεισιδαιμονίες· (πρβ. προληπτικός): ~ καθώς είναι, το ΄χει για κακό να συναντήσει μαύρη γάτα. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. δεισιδαίμων, αιτ. -ονα (δες λ.)]
- δεισιδαιμονία η [δisiδemonía] Ο25 : πίστη ή αντίληψη που με ανορθολογικό τρόπο αποδίδει σε τυχαία γεγονότα, σε πράξεις ή σε αντικείμενα υπερφυσικές ιδιότητες που μπορούν δήθεν να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία και την τύχη της ζωής του ανθρώπου· (πρβ. πρόληψη).
[λόγ. < ελνστ. δεισιδαιμονία `φόβος των θεών, πρόληψη΄]
- δεισιδαίμων -ων -ον [δisiδémon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) δεισιδαίμονας. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. δεισιδαίμων `προληπτικός΄, αρχ. σημ.: `θεοφοβούμενος, ευσεβής΄]