Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δειλός
1 εγγραφή
δειλός -ή -ό [δilós] Ε1 : που του λείπει το θάρρος και η τόλμη: Είναι ~ από τη φύση του. ~ στρατιώτης. || που διστάζει να εκδηλώσει τα συναισθήματά του, που είναι συνεσταλμένος, διστακτικός ή αναποφάσιστος: Είναι ~ με τα κορίτσια. Tου ΄ριξε μια δειλή ματιά. Έκανε τα πρώτα του δειλά βήματα στην πολιτική. δειλά ΕΠIΡΡ συνεσταλμένα, διστακτικά, αναποφάσιστα: Άνοιξε ~ την πόρτα. Tου έπιασε ~ το χέρι.

[λόγ. < αρχ. δειλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες