Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαφνόφυλλο
1 εγγραφή
δαφνόφυλλο το [δafnófilo] Ο42 : το φύλλο της δάφνης, συνήθ. ως καρύκευμα.

[μσν. δαφνόφυλλον < δάφν(η) -ο- + φύλλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες