Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δακρύζω
1 εγγραφή
δακρύζω [δakrízo] Ρ2.1α μππ. δακρυσμένος* : 1. για δάκρυα που κυλούν από τα μάτια ως εκδήλωση ισχυρής συγκίνησης αλλά και λόγω φυσικού ή άλλου ερεθισμού: Δάκρυσε, όταν έμαθε πως… Δάκρυσα από τα γέλια. Δακρύζει το μάτι μου. 2. (μτφ.) για υγρό που χύνεται πάρα πολύ αργά, σταγόνα σταγόνα, ή που εμφανίζεται ως ελαφριά υγρασία: Δακρύζει ο σωλήνας / ο τοίχος / το βαρέλι.

[μσν. δακρύζω < αρχ. δακρύω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. δακρυσ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες