Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκορκος
1 εγγραφή
δίκροκος -η -ο [δíkrokos] & δίκορκος -η -ο [δíkorkos] Ε5 : για αυγό που έχει δύο κρόκους και ως ουσ. το δίκροκο.

[μσν. δίκροκος < δι- 1 + κρό κ(ος) -ος· μσν. δίκορκος < δίκροκος με μετάθ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες