Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίδω [δíδo] -ομαι Ρ αόρ. έδωσα, απαρέμφ. δώσει, παθ. αόρ. δόθηκα, απαρέμφ. δοθεί : (λόγ.) δίνω. || (παθ., μαθημ.): Δίδεται σημείο εκτός ευθείας. Δίδονται οι δύο πλευρές και ζητείται η τρίτη.
[λόγ. < ελνστ. δίδω (αρχ. δίδωμι)]



