Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίδω
1 εγγραφή
δίδω [δíδo] -ομαι Ρ αόρ. έδωσα, απαρέμφ. δώσει, παθ. αόρ. δόθηκα, απαρέμφ. δοθεί : (λόγ.) δίνω. || (παθ., μαθημ.): Δίδεται σημείο εκτός ευθείας. Δίδονται οι δύο πλευρές και ζητείται η τρίτη.

[λόγ. < ελνστ. δίδω (αρχ. δίδωμι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες