Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δένδρο
11 items total [1 - 10]
δένδρο το [δénδro] Ο39 : (λόγ.) δέντρο.

[λόγ. επίδρ. στη λ. δέντρο]

δενδρόβιος -α -ο [δenδróvios] Ε6 : που ζει επάνω στα δέντρα: Δενδρόβια ζώα.

[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -βιος μτφρδ. γαλλ. arboricole]

δενδροκαλλιέργεια η [δenδrokaliérjia] Ο27 : συστηματική καλλιέργεια κυρίως οπωροφόρων δέντρων.

[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. arboriculture]

δενδροκαλλιεργητής ο [δenδrokalierjitís] Ο7 : αυτός που καλλιεργεί δέντρα.

[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + καλλιεργητής]

δενδροκομία η [δenδrokomía] Ο25 : κλάδος της βοτανικής που ασχολείται με την καλλιέργεια των δέντρων.

[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -κομία μτφρδ. γαλλ. arboriculture]

δενδροκομικός -ή -ό [δenδrokomikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δενδροκομία.

[λόγ. δενδροκομ(ία) -ικός (πρβ. ελνστ. δενδροκομικός `που αναφέρεται στην καλλιέργεια δέντρων΄)]

δενδροκόμος ο [δenδrokómos] Ο18 : αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια των δέντρων.

[λόγ. δενδρο(κομία) -κόμος μτφρδ. γαλλ. arbori culteur (πρβ. ελνστ. δενδροκόμος `που φροντίζει τα δέντρα΄)]

δενδροστοιχία η [δenδrostixía] & δεντροστοιχία η [δendrostixía] Ο25 : δέντρα φυτεμένα σε σειρά κατά μήκος ενός δρόμου.

[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + στοίχ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. rangée d΄arbres· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]

δενδροφύτευση η [δenδrofítefsi] & δεντροφύτευση η [δendrofítefsi] Ο33 : η φύτευση δέντρων σε μεγάλη έκταση, για λόγους κυρίως καλλωπιστικούς ή για αναδάσωση: Aποφασίστηκε η ~ όλων των κεντρικών δρόμων της πόλεως.

[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + φύτευ(σις) -ση· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]

δενδροφυτεύω [δenδrofitévo] -ομαι Ρ5.1 & δεντροφυτεύω [δendrofitévo] -ομαι Ρ5.2 : φυτεύω δέντρα σε μεγάλη έκταση: Ο δήμος αποφάσισε να δεντροφυτέψει την περιοχή.

[λόγ. δενδροφύτευ(σις) -ω (αναδρ. σχημ.)· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go