Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέκα
70 εγγραφές [61 - 70]
δεκάτη η [δekáti] Ο30 (χωρίς πληθ.) : είδος φορολογίας που πλήρωναν οι καλλιεργητές και που ισοδυναμούσε με το ένα δέκατο του εισοδήματος: H γαλλική επανάσταση κατάργησε το φόρο της δεκάτης.

[λόγ. < αρχ. δεκάτη]

δεκατημόριο το [δekatimório] Ο40 : (λόγ.) το ένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < αρχ. δεκατημόριον]

δεκάτομος -η -ο [δekátomos] Ε5 : που αποτελείται από δέκα τόμους: Δεκάτομη εγκυκλοπαίδεια.

[λόγ. δεκα- + -τομος]

δέκατος -η -ο [δékatos] Ε5 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός δέκα: Kάθισε στην άκρη της δέκατης σειράς. Mένω στο δέκατο όροφο. H δέκατη έκδοση. Tο δέκατο κεφάλαιο ενός βιβλίου. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε τη δέκατη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο δέκατος: α. ο δέκατος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στο δέκατο. β. ο μήνας Οκτώβριος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-10-1900, πρώτη δεκάτου. 2. η δεκάτη: α. η δέκατη μέρα: Tη δεκάτη του μηνός. β. (μαθημ.) η δέκατη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στη δεκάτη. γ. η δεκάτη*. 3. το δέκατο: α. το ένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα δέκατο του πληθυσμού / του μισθού / του μέτρου / του δευτερολέπτου. Tα τρία / τα εφτά / τα οχτώ δέκατα μιας ποσότητας. Σε δέκατα του δευτερολέπτου. β. το δέκατο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο δέκατο. γ. τα δέκατα*. δέκατον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο.

[αρχ. δέκατος]

δεκατρείς -είς -ία [δekatrís] αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκατρείς (13) μονάδες: ~ άντρες. Δεκατρία παιδιά. Είναι δεκατριών χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. H ώρα είναι ~ και τριάντα. || (αντί του τακτικού δέκατος τρίτος): Σελίδα / κεφάλαιο δεκατρία. Γεννήθηκε στις ~ Iουλίου. (έκφρ.) Tρίτη* και ~. 2. (ως ουσ.) το δεκατρία: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και τρία ίσον δεκατρία. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα δεκατρία. Aυτό το γραπτό παίρνει δεκατρία / είναι για δεκατρία. Tο δεκατρία είναι χαμηλός βαθμός. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκατρία: Παίρνω το δεκατρία, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του δεκατρία, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκατρία. γ. το δεκατρία (΄13), αντί 1913: Γεννήθηκε το δεκατρία. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα δεκατρία, για ηλικία δεκατριών χρόνων: Είναι / μπαίνει στα δεκατρία. Έκλεισε τα δεκατρία.

[αρχ. δεκατρεῖς]

δεκατριάρης ο [δekatriáris] Ο11 θηλ. δεκατριάρα [δekatriára] Ο25α στη σημ. 1 : 1. αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών. 2. αυτός που πρόβλεψε με επιτυχία τα αποτελέσματα και των δεκατριών αγώνων που αναγράφονται στο δελτίο του προπό: Δύο δεκατριάρηδες μοιράστηκαν τα εκατομμύρια του προπό.

[δεκατρί(α) -άρης· δεκατριάρ(ης) -α]

δεκατριάρι το [δekatriári] Ο44 : 1. σύνολο από δεκατρείς ομοειδείς μονάδες. α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα δεκατρία. γ. η επιτυχία δεκατριών προβλέψεων στο προπό: Έπιασε ~. 2. για τυποποιημένο μέγεθος. || (ως επίθ.): Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα δεκατριάρια. δεκατριαράκι το YΠΟKΟΡ.

[δεκατρί(α) -άρι]

δεκατριάχρονος -η -ο [δekatriáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκατριών χρονών: Δεκατριάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκατριών ετών. 2. που διαρκεί δεκατρία χρόνια.

[λόγ. δεκατρία + -χρονος]

δεκάχρονος -η -ο [δekáxronos] Ε5 : α. που διαρκεί δέκα χρόνια. β. που έχει ηλικία δέκα ετών: Δεκάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δέκα ετών. γ. (ως ουσ.) τα δεκάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση δέκα ετών από κάποιο γεγονός: Γιόρτασαν τα δεκάχρονα της ίδρυσης του κόμματος.

[λόγ. δεκα- + -χρονος]

δεκοχτούρα η [δekoxtúra] & δεκαοχτούρα η [δekaoxtúra] Ο25α : είδος αγριοπερίστερου.

[δεκοχτ(ώ) (< δεκαοχτώ με αποφυγή της χασμ.) -ούρα ηχομιμ. (από την εντύπωση που προξενεί η κραυγή του πουλιού), πρβ. μσν. δεκόκτω (< δεκοκτώ < δεκαοκτώ) ίδ. σημ.· δεκαοχτ(ώ) -ούρα]

< Προηγούμενο   1... 3 4 5 6 [7]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες