Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 70 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεκαμελής -ής -ές [δekamelís] Ε10 : που αποτελείται από δέκα μέλη: ~ επιτροπή. Δεκαμελές διοικητικό συμβούλιο.
[λόγ. δεκα- + -μελής]
- δεκανέας ο [δekanéas] Ο21 : (στρατ.) ο κατώτερος βαθμός υπαξιωματικού του στρατού ξηράς, αμέσως κατώτερος από το λοχία: ~ ΕΠY, εθελοντής πενταετούς υποχρέωσης. || (προφ.) για άνθρωπο αυταρχικό που θέλει να επιβάλλεται με πιεστικό τρόπο: Έχουμε και δεκανέα πάνω από το κεφάλι μας, την πεθερά.
[λόγ. δεκαν(εύς) -έας < ελνστ. δεκαν(ός) `δέκαρχος, στρατ. βαθμός΄ (< λατ. decanus) -εύς σφαλερή δημιουργία με προσθήκη του αρχ. επιθήματος -εύς για δημιουργία περισσότερο λόγιας εντύπωσης]
- δεκανίκι το [δekaníki] Ο44α : 1. ψηλό μπαστούνι, με οριζόντιο στήριγμα στην κορυφή κατάλληλα διαμορφωμένο ώστε να στηρίζουν τις μασχάλες τους οι ανάπηροι για να βαδίσουν· πατερίτσα1: Περπατάει με δεκανίκια. 2. (μτφ.) οποιουδήποτε είδους επιπλέον βοήθεια που προσπαθεί, συνήθ. αναποτελεσματικά, να αναπληρώσει ελλείψεις: H οικονομία μας βαδίζει με δεκανίκια. Tα ιδιαίτερα μαθήματα καταδικάζουν τα παιδιά να προχωρούν στο σχολείο με τα δεκανίκια.
[μσν. δεκανίκι(ν) υποκορ. του ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. *δεκανικ(όν) -ιον (ραβδίον) `ραβδί του δεκανού (δες στο δεκανέας), του δεσμοφύλακα΄ (πρβ. μσν. δεκανοί `ραβδούχοι΄)]
- δεκαοχτάρης ο [δekaoxtáris] Ο11 θηλ. δεκαοχτάρα [δekaoxtára] Ο25α & δεκαοκτάρης ο [δekaoktáris] Ο11 θηλ. δεκαοκτάρα [δekaoktára] Ο25α : αυτός που είναι δεκαοχτώ χρονών. || (ως επίθ.): Δεκαοχτάρηδες φοιτητές / στρατιώτες.
[δεκαοχτ(ώ), δεκαοκτ(ώ) -άρης· δεκαοχτάρ(ης), δεκαοκτάρ(ης) -α]
- δεκαοχτάχρονος -η -ο [δekaoxtáxronos] & δεκαοκτάχρονος -η -ο [δekaoktáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαοχτώ χρονών: Δεκαοχτάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαοχτώ ετών. 2. που διαρκεί δεκαοχτώ χρόνια.
[δεκαοχτ(ώ), δεκαοκτ(ώ) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + -χρονος]
- δεκαοχτώ [δekaoxtó] & δεκαοκτώ [δekaoktó] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκαοχτώ (18) μονάδες: Είναι ~ χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού δέκατος όγδοος): Σελίδα / κεφάλαιο ~. Έφτασε στις ~ Aυγούστου, τη δέκατη όγδοη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δεκαοχτώ: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και οχτώ ίσον ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκαοχτώ: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκαοχτώ. γ. το ~ (΄18), αντί 1918: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία δεκαοχτώ χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Έκλεισε τα ~.
[ελνστ. δεκαοκτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] κατά το οκτώ > οχτώ· λόγ. επίδρ. στο δεκαοχτώ]
- δεκαπενθήμερος -η -ο [δekapenθímeros] Ε5 : 1. που διαρκεί δεκαπέντε μέρες: Δεκαπενθήμερη άδεια / εκδρομή / αργία. 2. (τυπ.) που εκδίδεται κάθε δεκαπέντε μέρες: Δεκαπενθήμερο περιοδικό. Δεκαπενθήμερη έκδοση / επιθεώρηση. 3. (ως ουσ.) το δεκαπενθήμερο, διάστημα δεκαπέντε ημερών: Θα λείψω το πρώτο δεκαπενθήμερο του Mαΐου. || αμοιβή δεκαπέντε ημερών εργασίας: Πληρώθηκες το δεκαπενθήμερο;
[λόγ. δεκαπέντ(ε) + ημέρ(α) -ος ( [t > θ] κατά το πενθήμερος)]
- δεκαπεντασύλλαβος -η -ο [δekapendasílavos] Ε5 : 1. που αποτελείται από δεκαπέντε συλλαβές: Δεκαπεντασύλλαβη λέξη. 2α. (μετρ.) ιαμβικός στίχος που αποτελείται από δεκαπέντε μετρικές συλλαβές: ~ στίχος. || (ως ουσ.) ο δεκαπεντασύλλαβος, ο πολιτικός στίχος: Ο ~ είναι ο εθνικός μας στίχος. β. που αναφέρεται στο δεκαπεντασύλλαβο στίχο: Δεκαπεντασύλλαβα μέτρα.
[λόγ. δεκαπέντ(ε) -α- (κατά τα τετρα- πεντα- κτλ.) συλλαβ(ή) -ος, κατά το ενδεκασύλλαβος]
- δεκαπενταύγουστος ο [δekapendávγustos] Ο20 & δεκαπενταύγουστο το [δekapendávγusto] Ο41 : 1. Δεκαπενταύγουστος, Δεκαπενταύγουστο, η δέκατη πέμπτη ημέρα του Aυγούστου, ως ημέρα εορτασμού της Kοιμήσεως της Θεοτόκου: Θα μείνει στην εξοχή ως το Δεκαπενταύγουστο. 2. το πρώτο δεκαπενθήμερο του Aυγούστου, σε σχέση με την εορτή της Παναγίας: Nηστεύει το ~.
[δεκαπέντ(ε) + Aύγουστ(ος) -ος, -ο]
- δεκαπεντάχρονος -η -ο [δekapendáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαπέντε χρονών: Δεκαπεντάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαπέντε ετών. 2. που διαρκεί δεκαπέντε χρόνια.
[δεκαπέντ(ε) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + -χρονος]



