Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέκα
70 εγγραφές [11 - 20]
δεκαεξασέλιδος -η -ο [δekaeksaséliδos] Ε5 : (για βιβλίο, τετράδιο κτλ.) που έχει δεκαέξι σελίδες. || (ως ουσ.) το δεκαεξασέλιδο, ένα τυπογραφικό φύλλο που διπλώνεται σε δεκαέξι σελίδες· (πρβ. τυπογραφικό): Δέκα δεκαεξασέλιδα.

[λόγ. δεκαέξ(ι) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + σελίδ(α) -ος απόδ. γαλλ. in-seize]

δεκαεξασύλλαβος -η -ο [δekaeksasílavos] Ε5 : που αποτελείται από δεκαέξι συλλαβές: ~ στίχος. || (ως ουσ.) ο δεκαεξασύλλαβος, ο στίχος που έχει δεκαέξι συλλαβές.

[λόγ. δεκαέξ(ι) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + συλλαβ(ή) -ος, κατά το ενδεκασύλλαβος]

δεκαεξάχρονος -η -ο [δekaeksáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαέξι χρονών: Δεκαεξάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαέξι ετών. 2. που διαρκεί δεκαέξι χρόνια.

[δεκαέξ(ι) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + -χρονος]

δεκαέξι [δekaéksi] & δεκάξι [δekáksi] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκαέξι (16) μονάδες: Είναι ~ χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού δέκατος έκτος): Σελίδα / κεφάλαιο ~. Έφτασε στις ~ Aυγούστου, τη δέκατη έκτη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δεκαέξι: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και έξι ίσον ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκαέξι: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκαέξι. γ. το ~ (΄16), αντί 1916: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία δεκαέξι χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Έκλεισε τα ~.

[λόγ. < μσν. δεκαέξι < ελνστ. δεκαέξ κατά την εξέλ. αρχ. ἕξ > έξι· μσν. δεκάξι < δεκαέξι με αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.]

δεκαεπτασύλλαβος -η -ο [δekaeptasílavos] & δεκαεφτασύλλαβος -η -ο [δekaeftasílavos] Ε5 : που αποτελείται από δεκαεφτά συλλαβές: ~ στίχος. || (ως ουσ.) ο δεκαεφτασύλλαβος, ο στίχος που έχει δεκαεφτά συλλαβές.

[λόγ. δεκαεπτά + συλλαβ(ή) -ος, κατά το ενδεκασύλλαβος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

δεκαετηρίδα η [δekaetiríδa] Ο26 : α. δέκατη επέτειος. β. αντί του δεκαετία.

[λόγ. < ελνστ. δεκαετηρίς, αιτ. -ίδα]

δεκαετής -ής -ές [δekaetís] Ε10 : α. που διαρκεί δέκα χρόνια: ~ πόλεμος. β. (λόγ., για πρόσ.) που έχει ηλικία δέκα ετών.

[λόγ. < αρχ. δεκαετής]

δεκαετία η [δekaetía] Ο25 : χρονικό διάστημα, περίοδος δέκα χρόνων: Οι προσεχείς δεκαετίες θα είναι αποφασιστικές για τη λύση του ενεργειακού. H ~ του ογδόντα / του ενενήντα. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90.

[λόγ. < αρχ. δεκαετία]

δεκαεφτά [δekaeftá] & δεκαεπτά [δekaeptá] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκαεφτά (17) μονάδες: Είναι ~ χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού δέκατος έβδομος): Σελίδα / κεφάλαιο ~. Έφτασε στις ~ Aυγούστου, τη δέκατη έβδομη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δεκαεφτά: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και εφτά ίσον ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκαεφτά: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκαεφτά. γ. το ~ (΄17), αντί 1917: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία δεκαεφτά χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Έκλεισε τα ~.

[ελνστ. δεκαεπτά με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά· λόγ. επίδρ. στο δεκαεφτά]

δεκαεφτάρης ο [δekaeftáris] Ο11 θηλ. δεκαεφτάρα [δekaeftára] Ο25α : αυτός που είναι δεκαεφτά χρονών. || (ως επίθ.).

[δεκαεφτ(ά) -άρης· δεκαεφτάρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες