Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δέκαθλο
1 item total
δέκαθλο το [δékaθlo] Ο40 : (αθλ.) σύνθετο αγώνισμα για άντρες που αποτελείται από δέκα χωριστά αγωνίσματα: Nικητής στο ~.

[λόγ. < γαλλ. décathlon < déc(a)- = δεκ(α)- + -athlon κατά το pentathlon < αρχ. πένταθλον (πρβ. μσν. δέκαθλος ο `δεκαπλός ανταγωνισμός΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go