Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δάνεισμα
1 εγγραφή
δάνεισμα το [δánizma] Ο49 : (προφ.) ο δανεισμός.

[αρχ. δάνεισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες