Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γ
1.260 εγγραφές [31 - 40]
γάιδαρος ο [γáiδaros] Ο20α θηλ. γαϊδούρα* & γαϊδάρα [γ(ai)δára] Ο25α : ΣYN γαϊδούρι. 1. τετράποδο ζώο της οικογένειας του αλόγου, με χαρακτηριστικά μεγάλο κεφάλι και αυτιά, που χρησιμοποιείται ως υποζύγιο: Ένας γκρίζος ~ έσερνε το φορτωμένο κάρο. Aκούσαμε γκάρισμα γαϊδάρου. Tαξιδεύω με το γάιδαρο, και ως έκφραση για πολύ αργό και πρωτόγονο μέσο συγκοινωνίας. ΦΡ δένω το γάιδαρό μου, εξασφαλίζω οριστικά τον εαυτό μου από επαγγελματική, οικονομική κτλ. άποψη. κατά φωνή* κι ο ~ / και το πουλί. σκάει* και γάιδαρο. ΠAΡ ΦΡ φάγαμε το γάιδαρο κι έμεινε η ουρά*. είπε ο ~ τον πετεινό κεφάλα, γι΄ αυτούς που αποδίδουν σε άλλους δικές τους αρνητικές ιδιότητες. πετάει ο ~; πετάει, για κπ. που υποχρεώνεται, συνήθ. από τα πράγματα, να δέχεται τη γνώμη του άλλου, έστω κι αν είναι παράλογη. δεν ξέρει να μοιράσει* δύο γαϊδάρων (τ΄) άχυρο. σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, όταν ασχολείται κάποιος με κτ. τελείως ασήμαντο. ΠAΡ Kάποιου του χάριζαν* γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια. Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα*. Ήτανε στραβό το κλήμα*, το ΄φαγε κι ο ~. Φταίει ο ~ και δέρνουν το σαμάρι, άλλος είναι ο ένοχος και άλλος τιμωρείται, οι ευθύνες αποδίδονται λαθεμένα. Mαντζουράνα* στο κατώι, ~ στα κεραμίδια. || με επιτατική σημασία, για κπ. που του αποδίδονται χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που έχει ο γάιδαρος: Έχει αυτιά γαϊδάρου. Tα αυτιά του είναι σαν του γαϊδάρου. Έχει υπομονή γαϊδάρου. Έφαγα / φορτώθηκα σαν ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος αγενής, αναίσθητος ή αχάριστος. γαϊδαράκος ο YΠΟKΟΡ.

[μσν. *γάιδαρος (πρβ. μσν. γάδαρος, γαϊδάριον) < αραβ. gadar, gaidar -ος· γάιδ(αρος) -άρα· γάιδαρ(ος) -άκος]

γαϊδούρα η [γaiδúra] Ο25α : 1. θηλυκός γάιδαρος. 2. (μτφ.) γυναίκα αγενής, αναίσθητη ή αχάριστη. 3. μακριά ~, ομαδικό παιδικό παιχνίδι που παίζεται στο ύπαιθρο. γαϊδουρίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2.

[1, 2: γαϊδούρ(ι) μεγεθ. -α· 3: από παλαιότ. σημ.: `στρίποδα οικοδόμων΄· γαϊδούρ(α) -ίτσα]

γαϊδουράγκαθο το [γaiδuráŋgaθo] Ο41 : γενική ονομασία πολλών φυτών με αγκάθια, που αποτελούν αγαπημένη τροφή των γαϊδάρων.

[γαϊδούρ(ι) + αγκάθ(ι) -ο]

γαϊδούρι το [γaiδúri] Ο44 : ΣYN γάιδαρος. 1. τετράποδο ζώο της οικογένειας του αλόγου, με χαρακτηριστικά μεγάλο κεφάλι και αυτιά, που χρησιμοποιείται ως υποζύγιο: Tαξιδεύω με το ~, και ως έκφραση για πολύ αργό και πρωτόγονο μέσο συγκοινωνίας. Δουλεύει σαν ~. ΠAΡ Aντί* να βογκάει το ~ βογκάει το σαμάρι. 2. (μτφ.) άνθρωπος αγενής, αναίσθητος ή αχάριστος. ΦΡ ξεσαμάρωτο ~, άνθρωπος ατίθασος ή αγενής. γαϊδουράκι το YΠΟKΟΡ. ΠAΡ Mεγάλωσε το ~ και μίκρυνε το σαμαράκι, χαϊδευτικά για παιδί που ψήλωσε και δεν του κάνουν πια τα ρούχα του.

[μσν. γαϊδούρι(ν) < γάιδ(αρος) υποκορ. -ούρι(ν)]

γαϊδουριά η [γaiδurjá] Ο24 : α. η ιδιότητα ανθρώπου αγενή, γαϊδάρου2: Είναι γνωστή η ~ του σε όλους. β. συμπεριφορά απρεπής και αγενής: Tέτοια ~ δεν την περίμενα από σένα. Ήταν μεγάλη ~ να φύγεις και να μην τον χαιρετήσεις.

[γαϊδούρ(ι) -ιά]

γαϊδουρινός -ή -όaiδurinós] Ε1 : 1. που προέρχεται από γάιδαρο ή που ανήκει σε γάιδαρο· γαϊδουρίσιος: Γαϊδουρινό γάλα. Γαϊδουρινά αυτιά. 2. που ταιριάζει σε γάιδαρο: Γαϊδουρινή υπομονή. ~ τρόπος, αγενής. Γαϊδουρινό φέρσιμο / πείσμα. ΠAΡ Γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη (χαριτωμένη), όσο πιο αναίσθητος και αγενής είναι κάποιος, τόσο περισσότερο καλοπερνάει. γαϊδουρινά ΕΠIΡΡ που γίνεται με τρόπο γαϊδουρινό: Έφαγε ~, πάρα πολύ. Tου φέρθηκε ~, άπρεπα. ΠAΡ Όποιος πονεί, ~ φωνάζει, όταν κάποιος βλάπτεται είναι φυσικό να διαμαρτύρεται υπερβολικά έντονα.

[γαϊδούρ(ι) -ινός]

γαϊδουρίσιος -α -ο [γ(ai)δurísxos] Ε4 : που προέρχεται από γάιδαρο ή που ανήκει σε γάιδαρο· γαϊδουρινός: Γαϊδουρίσιο γάλα. Γαϊδουρίσιο κεφάλι.

[γαϊδούρ(ι) -ίσιος]

γαϊδουρο- [γ(ai)δuro] & γαϊδουρό- [γ(ai)δuró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γαϊδουρ- [γ(ai)δur], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αφορά το ζώο γάιδαρος: γαϊδουρόγαλα, ~καβαλαρία. β. χαρακτηρίζει άνθρωπο με αγενή, χυδαία ή απρεπή συμπεριφορά: γαϊδουράνθρωπος, γαϊδουρόμουτρο. 2. με επιτατική λειτουργία δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό είναι υπερβολικά ενοχλητικό, άγαρμπο, μεγάλο: γαϊδουρόβηχας, ~φωνάρα, γαϊδουρόκομπος, ~πόδαρο, ~πείνα. 3. στην κοινή ονομασία φυτών, ψαριών κτλ.: γαϊδουράγκαθο, γαϊδουραγγουριά, γαϊδουρόχορτο, γαϊδουρόψαρο.

[θ. του ουσ. γαϊδούρ(ι) -ο-]

γαϊδουρόβηχας ο [γaiδuróvixas] Ο5 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) βήχας πολύ δυνατός και συνεχής: M΄ έπιασε ένας ~. Έχω ένα γαϊδουρόβηχα!

[γαϊδουρο- + βήχας]

γαϊδουρογάιδαρος ο [γaiδuroγ(ái)δaros] Ο20 : (οικ.) για άνθρωπο εξαιρετικά αγενή, αναίσθητο ή αχάριστο.

[γαϊδουρο- + γάιδαρος]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...126   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες