Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γύμνια
1 εγγραφή
γύμνια η [jímna] Ο25α : 1. η κατάσταση του γυμνού: H ~ του σώματος. H ~ του εδάφους. 2. (μτφ.) έλλειψη περιεχομένου: H συναισθηματική και ιδεολογική ~ μιας κοινωνίας.

[μσν. γύμνια < γυμν(ός) -ια (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες