Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμνός
4 εγγραφές [1 - 4]
γυμνός -ή -ό [jimnós] Ε1 : 1α. που δε φορά απολύτως τίποτε: Έκαναν γυμνοί μπάνιο. Εργάζεται ως γυμνό μοντέλο. Γυμνή όπως τη γέννησε η μάνα της. || για μέρη του σώματος: Mην περπατάς με γυμνά πόδια. Φορούσε ένα φόρεμα που άφηνε γυμνούς τους ώμους. || (ως ουσ.) το γυμνό, το γυμνό ανθρώπινο σώμα· ιδιαίτερα στις εικαστικές τέχνες, η ζωγραφική, η γλυπτική παράσταση του γυμνού ανθρώπινου σώματος: H θέα του γυμνού δε σοκάρει πια. Σπουδή γυμνού. β. μισοντυμένος, ντυμένος ελαφρά ή μόνο με τα εσώρουχα: Mε τις πρώτες σεισμικές δονήσεις πετάχτηκαν γυμνοί στους δρόμους. || που είναι ντυμένος προκλητικά: Γυμνές βγαίνουν πια οι γυναίκες στους δρόμους. γ. που είναι φτωχικά ντυμένος, κακοντυμένος, κουρελής: Aυτός γυρνά στις ταβέρνες και τα παιδιά του γυμνά στους δρόμους. || Tην πήρε γυμνή, την παντρεύτηκε χωρίς προίκα. || που δεν έχει μοντέρνα ή κατάλληλα ρούχα για κάθε περίσταση: Είμαι γυμνή, δεν έχω τίποτε να φορέσω. 2. (μτφ.) που είναι ακάλυπτος: H γυμνή πλευρά του λόφου, που δεν έχει βλάστηση. Γυμνό σπαθί, έξω από τη θήκη του. Γυμνό ηλεκτροφόρο σύρμα / καλώδιο, που δεν έχει μόνωση. || που δεν έχει διακόσμηση ή επίπλωση, λιτός, απέριττος: Γυμνή πρόσοψη. Γυμνό σπίτι. Οι τοίχοι του χειρουργείου ήταν τελείως γυμνοί. || Mπήκαν διαρρήκτες και άφησαν το σπίτι γυμνό. ΦΡ γυμνή αλήθεια, ολόκληρη η αλήθεια χωρίς υπεκφυγές. με γυμνό μάτι / (λόγ.) διά γυμνού οφθαλμού: α. χωρίς μικροσκόπιο ή τηλεσκόπιο: Mε γυμνό μάτι δε θα μπορούσαμε να μετρήσουμε πάνω από έξι χιλιάδες άστρα. β. για κτ. που είναι οφθαλμοφανές: Tο βλέπεις και με γυμνό μάτι.

[αρχ. γυμνός]

γυμνοσάλιαγκας ο [jimnosálaŋgas] Ο5 : είδος σαλιγκαριού χωρίς όστρα κο.

[γυμνο- + σάλιαγκας]

γυμνόσπερμα τα [jimnósperma] Ο40 : (βοτ.) η μία από τις δύο ομάδες στις οποίες χωρίζονται τα φανερόγαμα φυτά. || (ως επίθ.).

[λόγ. < νλατ. gymnosperma ουδ. πληθ. του ελνστ. επιθ. γυμνόσπερμος `με σπόρο χωρίς περικάρπιο΄]

γυμνόστηθος -η -ο [jimnóstiθos] Ε5 : που έχει ακάλυπτο το στήθος. || (ως ουσ.) η γυμνόστηθη: Οι πλαζ γέμισαν από γυμνόστηθες.

[γυμνο- + στή θ(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες