Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυαλιστερός
1 εγγραφή
γυαλιστερός -ή -ό [jalisterós] Ε1 : που γυαλίζει, που λάμπει, που έχει γυαλάδα: Γυαλιστερό ύφασμα. Γυαλιστερά μαλλιά. Γυαλιστερό πάτωμα.

[γυαλισ- (γυαλίζω) -τερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες