Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρατζουνάω
1 εγγραφή
γρατζουνάω [γradzunáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 & γρατζουνίζω [γradzunízo] -ομαι Ρ2.1 & γρατσουνάω [γratsunáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 & γρατσουνίζω [γratsunízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με τα νύχια ή με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο δημιουργώ στο δέρμα ένα επιπόλαιο τραύμα: Πρόσεξε τη γάτα, γιατί θα σε γρατζουνίσει. Γρατζουνίστηκα από τα αγκάθια. Ήρθε στο σπίτι με γρατζουνισμένα γόνατα. || χαράζω ελαφρά μια επιφάνεια: Tα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα. 2. για αδέξιο παίξιμο μουσικού οργάνου: Σταμάτα να γρατζουνάς αυτή την κιθάρα.

[ηχομιμ. από ήχο γρατς γρατς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες