Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γράψιμο
1 εγγραφή
γράψιμο το [γrápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γράφω. α. η σύνταξη ενός κειμένου ή η αντιγραφή, ως σχολική άσκηση: Δεν τέλειωσα ακόμα με το ~. β. το προσωπικό στιλ, το ύφος στη συγγραφή ενός κειμένου: Δε μου αρέσει το γράψιμό του. γ. ο γραφικός χαρακτήρας: Kαλλιγραφικό ~.

[μσν. γράψιμο(ν) < γραψ- (γράφω) -ιμο(ν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες