Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γράμματος
4 εγγραφές [1 - 4]
γραμματοσειρά η [γramatosirá] Ο24 : (πληροφ., τυπ.) σύνολο τυπογραφικών στοιχείων (γραμμάτων, αριθμών, σημείων στίξης κτλ.) με κοινά χαρακτηριστικά: Πολυτονική / λατινική ~.

[λόγ. γραμματο- + σειρά]

γραμματόσημο το [γramatósimo] Ο42 : είδος ενσήμου με διάφορες γραφικές παραστάσεις, που εκδίδεται από την ταχυδρομική υπηρεσία και που το κολλούν στο αντικείμενο (γράμμα, δέμα κτλ.) που πρόκειται να ταχυδρομηθεί σε ένδειξη προπληρωμής του ταχυδρομικού τέλους: Συλλογή γραμματοσήμων· (πρβ. φιλοτελισμός). Άλμπουμ γραμματοσήμων. Σφραγισμένο / ασφράγιστο ~. Δόντι* / δοντάκι γραμματοσήμου. Aναμνηστικά γραμματόσημα.

[λόγ. γραμματο-2 + -σημον μτφρδ. γερμ. Brief marke]

γραμματοσυλλέκτης 1 ο [γramatosiléktis] Ο10 : υπάλληλος του ταχυδρομίου που μαζεύει τις επιστολές από τα γραμματοκιβώτιαα: Εργάζεται ως ~.

[λόγ. γραμματο-2 + συλλέκτης]

γραμματοσυλλέκτης 2 ο θηλ. γραμματοσυλλέκτρια [γramatosiléktria] Ο27 : συλλέκτης γραμματοσήμων· φιλοτελιστής.

[λόγ. γραμματο-3 + συλλέκτης· λόγ. γραμματοσυλλέκ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες