Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γονιμοποίηση η [γonimopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γονιμοποιώ· η ένωση του αρσενικού και του θηλυκού κυττάρου για την αναπαραγωγή του είδους: Tεχνητή ~. Εξωσωματική ~. Tρόποι γονιμοποίησης των φυτών.
[λόγ. γονιμοποιη- (γονιμοποιώ) -σις > -ση]



