Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γογγύζω [γongízo] Ρ2.3α : εκφράζω δυσφορία ή αγανάκτηση για κτ., δυσανασχετώ: Ο λαός γογγύζει από το βάρος των φόρων. Yπομένει τα πάντα χωρίς να γογγύζει.
[ελνστ. γογγύζω]



