Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γογγύζω
1 εγγραφή
γογγύζω [γongízo] Ρ2.3α : εκφράζω δυσφορία ή αγανάκτηση για κτ., δυσανασχετώ: Ο λαός γογγύζει από το βάρος των φόρων. Yπομένει τα πάντα χωρίς να γογγύζει.

[ελνστ. γογγύζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες