Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνω
27 εγγραφές [21 - 27]
γνώστης ο [γnóstis] Ο10 θηλ. γνώστρια [γnóstria] Ο27α : αυτός που γνωρίζει κτ. πολύ καλά: Είναι ~ της νεότερης ιστορίας. Είμαι ~ του πράγματος / της υπόθεσης. || αυτός που έχει εμπειρία κάποιου πράγματος: Είναι ~ των προβλημάτων.

[ελνστ. γνώστης· λόγ. γνώσ(της) -τρια]

γνωστικισμός ο [γnostikizmós] Ο17 : θρησκευτική αίρεση των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, οι οπαδοί της οποίας προσπάθησαν να μεταβάλουν την πίστη σε γνώση συνδυάζοντας ιδέες της ελληνικής φιλοσοφίας με ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες.

[λόγ. < γαλλ. gnosticisme < gnostique < μσνλατ. Gnostic(i) = Γνωστικ(οί) -isme = -ισμός]

γνωστικός 1 -ή / -ιά -ό [γnostikós] Ε1, Ε2 : 1. που αναφέρεται στη γνώση ως μάθηση: Γνωστική διαδικασία. Γνωστικά ρήματα, που σημαίνουν γνώση. || (ως ουσ.) το γνωστικό, το μυαλό, ο νους, η κρίση. 2. (οικ.) που είναι συνετός, λογικός: Γνωστικές κουβέντες. Έδωσε μια γνωστική απάντηση. Ό,τι έλεγε ήταν γνωστικό. || (ως ουσ.) ο γνωστικός. ΠAΡ Ελάτε εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, για εκμετάλλευση αδύναμου. γνωστικά ΕΠIΡΡ: Mίλησε ~.

[1: λόγ. < αρχ. γνωστικός· 2: αρχ. γνωστικός]

γνωστικός 2 -ή -ό : που είναι οπαδός της θεωρίας του γνωστικισμού: ~ φιλόσοφος. || (ως ουσ.) οι Γνωστικοί.

[λόγ. επίθ. < μσν. ουσ. Γνωστικοί < γνώστ(ης) -ικοί, πληθ. του -ικός `αυτοί που κατέχουν τη γνώση των χριστιανικών μυστηρίων΄]

γνωστοποίηση η [γnostopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γνωστοποιώ: H ~ των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού είναι θέμα ημερών.

[λόγ. γνωστοποιη- (γνωστοποιώ) -σις > -ση]

γνωστοποιώ [γnostopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό, συνήθ. με επίσημο τρόπο: Tα αποτελέσματα του διαγωνισμού θα γνωστοποιηθούν σύντομα. Nα γνωστοποιήσετε έγκαιρα στην αστυνομία την αλλαγή κατοικίας. Mας γνωστοποίησε την απόφασή του να παραιτηθεί.

[λόγ. < μσν. γνωστοποιώ `κάνω γνωστό΄ < γνωστ(όν) -ο- + -ποιώ & σημδ. γερμ. bekanntmachen]

γνωστός -ή -ό [γnostós] Ε1 : 1. για κτ. που το ξέρουμε καλά, που μας είναι οικείο μέσα από τη γνώση ή την εμπειρία: Στην αρχαιότητα, τα όρια του γνωστού κόσμου ήταν περιορισμένα. Επαναλαμβάνεις πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Είναι γνωστές οι απόψεις του για τον πολιτικό γάμο. Πατήσαμε πια σε γνωστό έδαφος. Γνωστή φυσιογνωμία, όταν κάποιος μας φαίνεται γνωστός, αλλά δεν μπορούμε να θυμηθούμε το όνομά του. || συνηθισμένος: Άρχισε πάλι τη γνωστή του τακτική και ως ουσ. τα γνωστά. || Είναι γνωστό ότι / πως…: Είναι γνωστό πως η γη κινείται γύρω από τον ήλιο. Είναι πια γνωστό σε όλους ότι στη Σελήνη δεν υπάρχει ζωή. (έκφρ.) κάνω κτ. γνωστό, το γνωστοποιώ ή το γνωρίζω σε κπ. (λόγ.) ως γνωστό(ν)…: H γη, ως γνωστόν, κινείται γύρω από τον ήλιο. 2. για πρόσωπα ή πράγματα με πλατιά φήμη, καλή ή κακή: Πολύ ~ ηθοποιός. Ο ~ μουσικοσυνθέτης. Είναι γνωστή για την ομορφιά της. Στο συνέδριο μετέχουν γνωστοί επιστήμονες. H ορχήστρα θα παίξει τα πιο γνωστά έργα του Mπετόβεν. || Είναι ~ στην αστυνομία, σεσημασμένος. || (ως ουσ.) ο γνωστός, θηλ. γνωστή, εκείνος με τον οποίο έχω κάποια γνωριμία: Συνάντησες κανένα γνωστόν; Έχει πολλούς γνωστούς στην Aθήνα. (έκφρ.) ~ και μη εξαιρετέος, (ειρ.) πασίγνωστος.

[αρχ. γνωστός]

< Προηγούμενο   1 2 [3]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες