Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνω
27 εγγραφές [1 - 10]
γνωμάτευση η [γnomátefsi] Ο33 : η έκφραση έγκυρης γνώμης από τον ειδικό· (πρβ. γνωμοδότηση): Iατρική ~.

[λόγ. γνωματεύ(ω) -σις > -ση]

γνωματεύω [γnomatévo] Ρ5.1α : ως ειδικός εκφράζω έγκυρη γνώμη για κτ.· (πρβ. γνωμοδοτώ): Οι γιατροί γνωμάτευσαν ότι… Οι μηχανικοί θα γνωματεύσουν για την ευστάθεια της γέφυρας.

[λόγ. < ελνστ. γνωματεύω, αρχ. σημ.: `διακρίνω΄]

γνώμη η [γnómi] Ο30 : η άποψη, η αντίληψη που έχει διαμορφώσει κάποιος σχετικά με ένα θέμα, αυτό που νομίζει κάποιος ότι είναι σωστό, ότι ισχύει: ~ έχεις για τα νέα φορολογικά μέτρα; Ποια είναι η ~ σου για… Έχω τη ~ / η ~ μου είναι ότι… Γι΄ αυτό το θέμα δεν μπορώ να έχω ~, δεν είμαι ο ειδικός, ο κατάλληλος. Θα ακούσω και άλλες γνώμες / και τις γνώμες των άλλων. Έχω το θάρρος της γνώμης μου, εκφράζω θαρραλέα και χωρίς δισταγμούς τις απόψεις μου για κτ., έστω και αν θα προκαλέσουν αντιδράσεις. Kατά τη ~ μου… Άλλαξα ~. Έχω αντίθετη ~. Πρέπει να υπάρχει ελευθερία γνώμης. Εκφέρω / εκφράζω τη ~ μου. Δεν έχω καλή ~ γι΄ αυτόν. ΠAΡ Ο λύκος* κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη ~ άλλαξε ούτε την κεφαλή του. || Εφημερίδα γνώμης, σε αντίθεση με την απλή ειδησεογραφική, η εφημερίδα που σχολιάζει και προβάλλει ορισμένες απόψεις. Mε τη σύμφωνη ~ του…, με συμφωνία. (έκφρ.) είμαι της γνώμης, νομίζω. κοινή ~: α. οι απόψεις που αποδέχεται η κοινωνία ως σύνολο: Ο τύπος διαμορφώνει σε μεγάλο ποσοστό την κοινή ~. β. ο κόσμος, η κοινωνία ως σύνολο: Ο υπουργός προσπάθησε να καθησυχάσει την κοινή ~.

[αρχ. γνώμη]

γνωμικό το [γnomikó] Ο38 : σύντομη φράση που εκφράζει, συχνά χωρίς μεταφορά, μια πρακτική αλήθεια, δίνει περιληπτικά μια λογική αρχή, έναν κανόνα συμπεριφοράς ή κάνει μια ψυχολογική παρατήρηση: Συνηθίζει να μιλά με γνωμικά και παροιμίες.

[λόγ. < ελνστ. γνωμικόν]

γνωμικός -ή -ό [γnomikós] Ε1 : που αναφέρεται σε μια γενικά αποδεκτή αλήθεια: Γνωμικοί ποιητές. ~ αόριστος, ο αόριστος που χρησιμοποιείται αντί για τον ενεστώτα σε εκφράσεις με καθολική ισχύ.

[λόγ. < αρχ. ή ελνστ. γνωμικός (γνωμικός αόριστος: μτφρδ. γερμ. gnomischer Aorist < αρχ. ή ελνστ. γνωμικός)]

γνωμοδότης ο [γnomoδótis] Ο10 θηλ. γνωμοδότρια [γnomoδótria] Ο27 : αυτός που γνωμοδοτεί.

[λόγ. < ελνστ. γνωμοδότης· λόγ. γνωμοδό(της) -τρια]

γνωμοδότηση η [γnomoδótisi] Ο33 : η γνωμάτευση, συνήθ. στη νομική και διοικητική γλώσσα: H ~ του Συμβουλίου Επικρατείας.

[λόγ. γνωμοδοτη- (γνωμοδοτώ) -σις > -ση]

γνωμοδοτικός -ή -ό [γnomoδotikós] Ε1 : που είναι αρμόδιος να γνωμοδοτεί: Γνωμοδοτική επιτροπή. Tο συμβούλιο έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα και δε δεσμεύει τις αποφάσεις της κυβέρνησης.

[λόγ. γνωμοδότ(ησις) -ικός]

γνωμοδοτώ [γnomoδotó] Ρ10.9α : γνωματεύω, συνήθ. στη νομική και διοικητική γλώσσα: Ποιος θα γνωμοδοτήσει για το θέμα που μας ενδιαφέρει; Tο νομικό συμβούλιο θα γνωμοδοτήσει για τη συνταγματικότητα του νομοσχεδίου.

[λόγ. < ελνστ. γνωμοδοτῶ]

γνώμονας ο [γnómonas] Ο5 : 1. γεωμετρικό όργανο για τη χάραξη ορθών γωνιών και κάθετων γραμμών. 2. (μτφ.) καθοδηγητικό κριτήριο: Εργάζεται με / έχει πάντα ως γνώμονα το εθνικό συμφέρον. 3. (μουσ.) κλειδίII.

[λόγ. < ελνστ. γνώμων, αιτ. -ονα, αρχ. σημ.: `εξεταστής΄]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες