Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλύκισμα το [γlíkizma] Ο49 : γενική ονομασία για κάθε γλυκό ή αντίστοιχο παρασκεύασμα: Στη δεξίωση θα προσφερθούν και γλυκίσματα. || ~ ήταν το φαγητό, ήταν πολύ νόστιμο.
[ελνστ. γλύκυσμα (ορθογρ. κατά τα ουδ. σε -ισμα)]



