Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλωσσομαθής
1 εγγραφή
γλωσσομαθής -ής -ές [γlosomaθís] Ε10 : που γνωρίζει καλά αρκετές ξένες γλώσσες.

[λόγ. γλωσσο- + -μαθής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες