Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυφή
2 εγγραφές [1 - 2]
γλυφή η [γlifí] Ο29 : σκάλισμα, γλυπτή παράσταση.

[λόγ. < ελνστ. γλυφή]

γλυφός -ή -ό [γlifós] Ε1 : που έχει υφάλμυρη γεύση: Tο νερό του πηγαδιού μας είναι γλυφό. γλυφούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ.

[αρχ. *βλιχός (πρβ. αρχ. βλιχώδης `γλοιώδης, κολλώδης΄, ελνστ. γρ. βλυχώδης `γλυφός(;)΄) > γλιφός με αντιμετάθ. χειλ. - υπερ. [v-x > γ-f], χωρίς αλλ. ηχηρότητας (πρβ. μσν. συμφυρ. γλυχός ίδ. σημ.)· γλυφ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες