Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλαφυρός -ή -ό [γlafirós] Ε1 : για γραπτό ή προφορικό λόγο, ο παραστατικός, ο αβίαστος, ο κομψός και χαριτωμένος: Γλαφυρή περιγραφή. ~ συγγραφέας. Γλαφυρό ύφος.
γλαφυρά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. γλαφυρός, αρχ. σημ.: `καλογυαλισμένος΄]
- γλαφυρότητα η [γlafirótita] Ο28 : η ιδιότητα του γλαφυρού, η παραστατικότητα στο λόγο (προφορικό ή γραπτό): Συγγραφέας που διακρίνεται για τη ~ στις περιγραφές του.
[λόγ. < ελνστ. γλαφυρότης, αιτ. -ητα]



