Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γκρί
10 items total [1 - 10]
γκρι [grí] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο: ~ κουστούμι / παπούτσια. ~ φόρεμα. || (ως ουσ.) το γκρι, το γκρι χρώμα. ~ σκούρο / ανοιχτό. ~ αρζάν, γκρι με ασημένιες ανταύγειες. ~ σουρί, σκούρο γκρι. Ήρθε ντυμένη στα ~ από πάνω ως κάτω.

[λόγ. < γαλλ. gris]

γκριζάρω [grizáro] Ρ6α μππ. γκριζαρισμένος : γίνομαι γκρίζος: Tα μαλλιά του άρχισαν να γκριζάρουν στους κροτάφους.

[γκρίζ(ος) -άρω]

γκριζομάλλης -α -ικο [grizomális] Ε9 : που έχει γκρίζα μαλλιά: ~ κύριος. || (ως ουσ.).

[γκρίζ(ος) -ο- + -μάλλης]

γκρίζος -α -ο [grízos] Ε4 : 1. που έχει γκρι χρώμα: Γκρίζα μαλλιά / μάτια. ~ ουρανός, συννεφιασμένος. ΦΡ γκρίζα διαφήμιση, που γίνεται με συγκαλυμμένο και αντιδεοντολογικό τρόπο. || (ως ουσ.) το γκρίζο: Tο άσπρο, το μαύρο και το γκρίζο είναι χρώματα ουδέτερα. 2. (μτφ.) για απαισιόδοξη διάθεση: Tα βλέπει όλα γκρίζα.

[βεν. griso ]

γκριλ το [gríl] Ο (άκλ.) : εξάρτημα του φούρνου της ηλεκτρικής κουζίνας σε σχήμα σπιράλ που πυρακτώνεται και ψήνει κυρίως κρέατα ή ψάρια.

[λόγ. < αγγλ. grill]

γκριμάτσα η [grimátsa] Ο25α : αθέλητη ή ηθελημένη σύσπαση των μυών του προσώπου που προκαλεί στιγμιαία παραμόρφωση των χαρακτηριστικών· μορφασμός: Tα παιδιά γελούσαν με τις γκριμάτσες του κλόουν. Kάνω μια ~, δείχνω τη δυσαρέσκειά μου για κπ. ή για κτ. Όταν του είπαν να βγει έξω, έκανε μια ανεπαίσθητη ~.

[γαλλ. grim(ace) -άτσα ή αναλ. προς τη λ. φάτσα]

γκρίνια η [grína] Ο25α : εκδήλωση δυσφορίας που προέρχεται συνήθ. από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση· μουρμούρα· (πρβ. μεμψιμοιρία): Άσε την ~ τώρα κι έλα να φάμε. Bρίσκω την ~ του τελείως αδικαιολόγητη. Mε τις πρώτες δυσκολίες άρχισαν και οι γκρίνιες. (έκφρ.) όπου φτώχεια* και ~. || (για το μωρό που κλαψουρίζει και διαμαρτύρεται συνέχεια): Είναι όλο ~ το μωρό σήμερα.

[γκρινι(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

γκρινιάζω [grinázo] Ρ2.2α : εκδηλώνω δυσφορία που συνήθ. προέρχεται από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση, παραπονιέμαι συνέχεια, μουρμουρίζω: Όλο γκρινιάζει, με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος. Γκρινιάζει συνέχεια με τη γυναίκα του, μαλώνει. || Γκρινιάζει το μωρό, κλαίει και μουρμουρίζει χωρίς λόγο.

[ιταλ. (διαλεκτ.) grign(are) `δείχνω τα δόντια από οργή΄ -άζω (ιταλ. digrignare)]

γκρινιάρης -α -ικο [grináris] Ε9 : 1. που γκρινιάζει συνεχώς, που δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα, που όλα του φταίνε και τον ενοχλούν: Έχει μια γκρινιάρα γυναίκα. Γκρινιάρικο παιδί, κλαψιάρικο. || (ως ουσ.): Δεν ανέχομαι τους γκρινιάρηδες. 2. (ως ουσ.) ο γκρινιάρης, είδος επιτραπέζιου παιδικού παιχνιδιού.

[γκρίν(ια) -ιάρης]

γκρινιάρικος -η -ο [grinárikos] Ε5 : που αναφέρεται στον γκρινιάρη: Γκρινιάρικη φωνή. γκρινιάρικα ΕΠIΡΡ.

[γκρινιάρ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go