Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιόκας
1 εγγραφή
γιόκας ο [jókas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : συναισθηματικά φορτισμένος τύπος για τη λέξη γιος· ο κανακάρης: Nα χαρώ εγώ το γιόκα μου! Έλα να περιμαζέψεις το γιόκα σου από τους δρόμους.

[μσν. γιόκας < γι(ος) -όκας (σπάνιο υποκορ. επίθημα < (;), σύγκρ. χαϊδευτικό Θανασόκας υποκορ. του Θανάσης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες