Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιρλάντα
1 εγγραφή
γιρλάντα η [jirlánda] Ο25 : πλέγμα από φυσικά ή τεχνητά άνθη και φύλλα καθώς και από χαρτί ή άλλο υλικό κομμένο σε διάφορα σχήματα, έτσι ώστε να σχηματίζονται επιμήκεις χαλαρές ταινίες για διακόσμηση εσωτερικών ή εξωτερικών χώρων: Aποκριάτικες γιρλάντες. Ο δήμος κρέμασε για τα Xριστούγεννα φωτεινές γιρλάντες στους δρόμους. || αντίστοιχο διακοσμητικό στοιχείο στη ζωγραφική ή στη γλυπτική: Στο ταβάνι υπήρχαν γύψινες γιρλάντες.

[ιταλ. ghirlanda]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες