Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γινωμένο
1 εγγραφή
γινωμένος -η -ο [jinoménos] Ε3 : 1. ώριμος: Γινωμένα φρούτα. 2. (λαϊκότρ.) ετοιμασμένος, καμωμένος.

[γίν(ομαι) -ωμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες