Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γη
22 εγγραφές [11 - 20]
γήρας το [jíras] Ο51 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) γηρατειά: Σύνταξη γήρατος, η σύνταξη που χορηγείται σε άτομα μεγάλης ηλικίας μετά τη συμπλήρωση των απαραίτητων χρόνων εργασίας.

[λόγ. < αρχ. γῆρας]

γηράσκω [jirásko] Ρ : (λόγ.) μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ αεί διδασκόμενος, όσο μεγαλώνω μαθαίνω.

[λόγ. < αρχ. γηράσκω]

γηρατειά τα [jiratxá] Ο38 : η τελευταία περίοδος της ζωής του ανθρώπου που ακολουθεί την ωριμότητα και χαρακτηρίζεται από εξασθένηση των βιολογικών λειτουργιών και υποχώρηση της ζωτικότητας· γεράματα: Φοβάται τα ~. H αρτηριοσκλήρωση είναι αρρώστια των γηρατειών. Πέθανε από ~. Έχουν ένα παιδί αποκούμπι για τα ~ τους. || οι γέροι: Tιμημένα ~.

[λόγ. επίδρ. στο γερατειά]

γηριατρική η [jiriatrikí] Ο29 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις ασθένειες της γεροντικής ηλικίας.

[λόγ. < αγγλ. geriatrics < αρχ. γῆρ(ας) `γερατειά΄ + ἰατρική]

γηρο- [jiro] & γηρ- [jir], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αφορά άτομα που βρίσκονται στη γεροντική ηλικία: γηριατρική· ~κομείο· ~κομώ. || κάποτε εναλλάσσεται με το γεροντο-: ~δερμία.

[λόγ. < αρχ. γηρ(ο)- θ. του ουσ. γῆρ(ας) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. γηρο-τροφῶ `φροντίζω τους γέρους΄ & διεθ. ger(o)- < αρχ. γηρ(ο)-: γηρ-ιατρική < αγγλ. geriatrics]

γηροκομείο το [jirokomío] Ο39 : α. κοινωφελές ίδρυμα για την περίθαλψη και τη φροντίδα γερόντων· (πρβ. οίκος ευγηρίας): Ο φόβος του είναι μήπως τα παιδιά του τον κλείσουν στο ~. β. (μτφ., ειρ.) για σπίτι όπου ζουν ηλικιωμένοι: Tο σπίτι τους κατάντησε σωστό ~.

[λόγ. < ελνστ. γηροκομεῖον]

γηροκομώ [jirokomó] -ούμαι Ρ10.9 : φροντίζω, περιποιούμαι ένα γέρο, του εξασφαλίζω ό,τι χρειάζεται για τα γηρατειά του: Δεν έχει κανένα να τον γηροκομήσει.

[λόγ. < ελνστ. γηροκομῶ]

γης η [jís] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) γη. (έκφρ.) όπου ~ και πατρίς, για κπ. που πιστεύει ότι οι συνθήκες της ζωής καθορίζουν την έννοια της πατρίδας και όχι ο γεωγραφικός χώρος. όπου ~, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου: Οι Έλληνες όπου ~ ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της πατρίδας. ΦΡ ~ Mαδιάμ, για μεγάλη καταστροφή, ακαταστασία.

[μσν. γης < αρχ. γῆ από φρ. με εμπρόθετη γεν. ἐπί γῆς [epi jís] , κατά γῆς]

γητειά η [jitxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) 1. η πρόκληση ή η αποτροπή ενός κακού, που προέρχεται συνήθ. από βασκανία, με μαγικά μέσα: Θα σου κάνω μια ~ να δεις καλό. Δεν ξέρω από γητειές. || (συνήθ. για ερωτικό σκοπό): Tον έχει δέσει με γητειές και μάγια. 2. ό,τι θεωρείται πως διαθέτει μαγικές ιδιότητες: Διάφοροι κομπογιαννίτες πουλούσαν στον κοσμάκη σκονάκια και γητειές για όλες τις αρρώστιες.

[μσν. γητειά < γητεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < γητ(εύω) -εία]

γήτεμα το [jítema] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γητεύω.

[γητεύ(ω) -μα και αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες