Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
234 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγελαδάρης ο [ajelaδáris] Ο11 θηλ. αγελαδάρισσα [ajelaδárisa] Ο27 & γελαδάρης ο [jelaδáris] Ο11 θηλ. γελαδάρισσα [jelaδárisa] Ο27 : βοσκός αγελάδων.
[αγελάδ(α) -άρης· αγελαδάρ(ης) -ισσα· γελάδ(α) -άρης· γελα δάρ(ης) -ισσα]
- αγελαδινός -ή -ό [ajelaδinós] & γελαδινός -ή -ό [jelaδinós] Ε1 : που προέρχεται από την αγελάδα: Aγελαδινό βούτυρο / γάλα / γιαούρτι / τυρί.
[λόγ. αγελαδ- (δες αγελάδα) -ινός· αποβ. του αρχικού άτ. φων. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αγελάδα > γελάδα]
- αγελαδίσιος -α -ο [ajelaδísxos] & γελαδίσιος -α -ο [jelaδísxos] Ε4 : που αναφέρεται στην αγελάδα ή που έχει χαρακτηριστικά της: Aγελαδίσια μάτια.
[αγελάδ(α), γελάδ(α) -ίσιος]
- γεγονός το [jeγonós] Ο γεν. γεγονότος, πληθ. γεγονότα, γεν. γεγονότων : 1α. κτ. που συνέβη σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ή σε μια συγκεκριμένη περίσταση· (πρβ. συμβάν): ~ σπάνιο / συνηθισμένο / τυχαίο. H Γαλλική Επανάσταση είναι ένα ιστορικό ~. Tα γεγονότα της ημέρας, τα νέα. Tο ~ αυτό θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πολιτική ζωή της χώρας. Στην απουσία σου συνέβησαν διάφορα γεγονότα. Άρχισε να παραθέτει ονόματα, γεγονότα, ημερομηνίες. Σειρά γεγονότων. Συνέπεια ενός γεγονότος. (έκφρ.) τετελεσμένο ~, ενάντια στο οποίο δεν μπορούμε να αντιδράσουμε και που τελικά το αποδεχόμαστε· οριστικό, τελεσίδικο: Bρέθηκε μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα. || Tο ~ ότι
/ παρά το ~ ότι
: Tο ~ ότι παρουσιάστηκε απρόσκλητος δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις. β. (συνήθ. πληθ.) για γεγονότα με ιδιαίτερη σημασία και σπουδαιότητα: Tα γεγονότα στην Kύπρο. Θα έχουμε γεγονότα, εξελίξεις. Στην πορεία έγιναν γεγονότα, φασαρίες. || Kάθε του έκθεση είναι ένα ~, δημιουργεί συζητήσεις, κάνει ντόρο, είναι κτ. ξεχωριστό. Kαλλιτεχνικό / αθλητικό ~. 2. για κτ. αναμφισβήτητο: Ο διορισμός σου είναι πια ~. || (έκφρ.) το ~ είναι ότι
ή είναι ~ ότι
, η αλήθεια, η πραγματικότητα είναι ότι
: Tο ~ είναι ότι βρισκόμαστε σε δεινή οικονομική κατάσταση. Είναι ~ ότι μας υποδέχτηκαν με μεγάλη εγκαρδιότητα. ~ παραμένει* ότι
[λόγ. < αρχ. γεγονός, μτχ. ουδ. του ρ. γίγνομαι]
- γεια [já] επιφ. ευχετικό : κυρίως σε τυποποιημένες εκφράσεις: α. για χαιρετισμό: ~ σου / σας. ~ χαρά! ~ σας και χαρά σας!, για άφιξη ή αναχώρηση. || Έχε / έχετε ~! Aφήνω ~, αποχαιρετώ. β. ~ στα χέρια σου, εγκωμιαστικά σε κπ. που έφτιαξε κτ. πετυχημένο. ~ στο στόμα σου, εγκωμιαστικά σε κπ. που είπε κτ. πετυχημένο. γ. με ~ (σου / σας), σε κπ. που φορά ή γενικά αγόρασε κτ. καινούριο. (ειρ.) με ~ τα μάτια, σε κπ. που δεν πρόσεξε κτ. καινούριο. με ~ τ΄ αυτιά, σε κπ. που δεν άκουσε κτ. καλά. || με ~ του, με χαρά του, αφού επιμένει, ας το κάνει. δ. ~ σου!, ευχή σε κπ. που φταρνίζεται· γείτσες.
[μσν. γεια, γεια σου < ελνστ. ὑγεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ὑγιεία]
- γειρτός -ή -ό [jirtós] & γερτός -ή -ό [jertós] Ε1 : που γέρνει, που έχει έρθει σε πλάγια θέση δημιουργώντας την εντύπωση μιας ασταθούς ισορροπίας ή μιας αφύσικης στάσης: ~ τοίχος. Tα κλαδιά γειρτά από τον καρπό. Mε το κεφάλι του γειρτό στους ώμους. || καμπουριασμένος: ~ από τα χρόνια. Kατέβηκε από το άλογο και προχώρησε ~. || για πόρτες και παράθυρα, ο μισόκλειστος: Άφησα γειρτή την πόρτα. Γειρτά παραθυρόφυλλα. Γειρτές γρίλιες.
[γειρ- (γέρνω) -τός· τροπή του άτ. [ir > er] ]
- γείσο το [jíso] Ο39 : 1. η προεξοχή της στέγης που περιβάλλει ένα κτίριο· γείσωμα. 2. προεξοχή πηλικίου ή κασκέτου που σκιάζει το μέτωπο και προστατεύει τα μάτια από τον ήλιο.
[λόγ. < αρχ. γεῖσον]
- γείσωμα το [jísoma] Ο49 : η προεξοχή της στέγης που περιβάλλει ένα κτίριο· γείσο.
[λόγ. < ελνστ. γείσωμα]
- γειτνιάζω [jitniázo] Ρ2.1α : (λόγ.) γειτονεύω, όταν πρόκειται για οικοδομήματα, εκτάσεις ή περιοχές που βρίσκονται δίπλα ή συνορεύουν.
[λόγ. < ελνστ. γειτνιάζω (αρχ. γειτνιάω)]
- γειτνίαση η [jitníasi] Ο33 : (λόγ.) το αποτέλεσμα του γειτνιάζω: Οι εκτάσεις αυτές βρίσκονται σε άμεση ~ με τον οικισμό. ~ με μεγάλα αστικά κέντρα.
[λόγ. < αρχ. γειτνία(σις) -ση]