Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεροντοπαλίκαρο
1 εγγραφή
γεροντοπαλίκαρο το [jerondopalíkaro] & γεροντοπαλλήκαρο το [je rondopalíkaro] Ο41 : άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε ανύπαντρος: Έμεινε ~.

[γεροντο- + παλληκάρ(ι) -ο και ορθογρ. απλοπ. κατά τη λ. παλικάρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες