Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γερμάνιο το [jermánio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) ονομασία χημικού στοιχείου.
[λόγ. < νλατ. german(ium) (δες στο γερμανικός) -ιον, επειδή βρέθηκε στη Γερμανία]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < νλατ. german(ium) (δες στο γερμανικός) -ιον, επειδή βρέθηκε στη Γερμανία]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |