Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεν
56 εγγραφές [11 - 20]
γενειάδα η [jeniáδa & jenáδa] Ο26 : μακριά και πλούσια γένια: Έχει μια ~ που κατεβαίνει ως το στήθος του.

[λόγ. < αρχ. γενειάς, αιτ. -άδα]

γενειοφόρος ο [jeniofóros] Ο18 : αυτός που έχει γένια: Ήρθε και σε ζήτησε ένας ~. || (ως επίθ.): Γενειοφόροι νεαροί. Οι ορθόδοξοι μοναχοί είναι γενειοφόροι.

[λόγ. γένει(ον δες στο γένι) -ο- + -φόρος]

γένεση η [jénesi] Ο33 : 1. η αρχή, η προέλευση ενός πνευματικού, ιστορικού, κοινωνικού κτλ. φαινομένου, ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε, η διαδοχική σειρά των μορφών που πήρε, σε σχέση με τις συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίχτηκε: H ~ της τραγωδίας. H ~ ενός έργου τέχνης. (λόγ. έκφρ.) εν τη γενέσει, πριν εξελιχθεί και πάρει διαστάσεις κάποιο φαινόμενο: Kατέπνιξαν την επανάσταση εν τη γενέσει της. || (φιλοσ.) η δημιουργία, η προέλευση των όντων: H θεωρία της αυτόματης γένεσης. 2. Γένεση, το πρώτο βιβλίο της Π. Διαθήκης που αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου.

[λόγ. < αρχ. γένε(σις) -ση (πρβ. μσν. γένεση)]

γενέσθαι [jenésθe] Ρ : στην απαρχαιωμένη έκφραση τι δέον ~;, τι πρέπει να γίνει;

[λόγ. < αρχ. γενέσθαι απαρέμφ. αορ. του ρ. γίγνομαι]

γενεσιουργός -ός / -ή -ό [jenesiurγós] Ε16 : που προκαλεί τη γένεση, τη δημιουργία ενός φαινομένου: Πρέπει να εξετάσουμε τα γενεσιουργά αίτια μιας τέτοιας συμπεριφοράς. H ~ αιτία αυτής της τραγικής αντίφασης…

[λόγ. < ελνστ. γενεσιουργός]

γενέτειρα η [jenétira] Ο27 : I. η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κάποιος, η ιδιαίτερη πατρίδα του, σε αντιδιαστολή με την κοινή πατρίδα, καθώς και η χώρα του σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο: Γύρισε στη γενέτειρά του για να παντρευτεί. II. (μαθημ.) η γεωμετρική γραμμή η οποία, όταν κινείται κατά έναν ορισμένο τρόπο, σχηματίζει μια επιφάνεια: ~ κώνου / κυλίνδρου.

[λόγ. < ελνστ. γενέτειρα, αρχ. σημ.: `μητέρα΄, θηλ. της λ. γενετήρ]

γενετή η [jenetí] Ο29 : μόνο στη λόγια ΦΡ εκ γενετής, από τη γέννησή (του), συνήθ. για σωματικά ελαττώματα ή παθήσεις: Είναι εκ γενετής τυφλός· (πρβ. από γεννησιμιού του).

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐκ γενετῆς (γενετή `στιγμή της γέννησης΄)]

γενετήσιος -α -ο [jenetísios] Ε6 : (επιστ.) που αναφέρεται σε φαινόμενα, λειτουργίες ή διαταραχές που έχουν σχέση με την αναπαραγωγή, τις σχέσεις των δύο φύλων, τη λειτουργία των γεννητικών αδένων κτλ.· (πρβ. σεξουαλικός, αφροδισιακός): Γενετήσιο ένστικτο. Γενετήσια ορμή / διαστροφή. Γενετήσια πράξη / επαφή.

[λόγ. < ελνστ. γενετήσιος]

γενετικός 1 -ή -ό [jenetikós] Ε1 : που αναφέρεται στη γένεση, στην αρχή, στην προέλευση των όντων και των φαινομένων: Γενετική μέθοδος, που μελετά μια επιστήμη από την άποψη της γένεσής της. Γενετική γραμματική, που περιγράφει μια γλώσσα ως ένα σύνολο κανόνων για την παραγωγή γραμματικών προτάσεων. Γενετική ψυχολογία, που μελετά την εξέλιξη της συνείδησης και της σκέψης, κυρίως στα παιδιά. || (ως ουσ.) η γενετική, κλάδος της βιολογίας που μελετά τα φαινόμενα και τους νόμους της κληρονομικότητας.

[λόγ. < γαλλ. génétique < αρχ. γένε(σις) -τικός, κατά το σχήμα ἀντίθεσις - ἀντιθετικός (διαφ. το ελνστ. γενετική `γενική πτώση΄)· γενετική γραμματική: μτφρδ. αγγλ. generative grammar]

γενετικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται στη γενετική: Γενετική πληροφορία / μνήμη. ~ κώδικας. Γενετικά κύτταρα.

[λόγ. < γενετικός 1]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες