Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενναιότητα
1 εγγραφή
γενναιότητα η [jeneótita] Ο28 : η ιδιότητα του γενναίου· τόλμη, παλικαριά, αντρειοσύνη: Aντιμετώπισαν τους εχθρούς με ~. || ψυχική αντοχή: Έδειξε ~ στην αρρώστια / στη συμφορά που τον έπληξε.

[λόγ. < ελνστ. γενναιότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `ευγένεια πνεύματος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες