Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γελοιοποίηση
1 item total
γελοιοποίηση η [jeliopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γελοιοποιώ: Mε τη ~ της οικογένειας προσπαθούν να χτυπήσουν το θεσμό. H ~ των παραδόσεων / των ηθών και εθίμων.

[λόγ. γελοιοποιη- (γελοιοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go