Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γελοί
9 εγγραφές [1 - 9]
γελοιογραφία η [jelioγrafía] Ο25 : 1. απλό και γρήγορο σκίτσο που με κωμική παραμόρφωση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, αναλογιών, σχέσεων κτλ., σατιρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις, συνήθ. της επικαιρότητας: Πολιτική ~. Έκθεση γελοιογραφίας. 2. (μτφ.) ό,τι ανακαλεί το πρωτότυπο με μορφή γελοιογραφική· καρικατούρα: H θεωρία του αποτελεί ~ του ιδεαλισμού.

[λόγ. γελοιογράφ(ος) -ία]

γελοιογραφικός -ή -ό [jelioγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη γελοιογραφία: Γελοιογραφική παραμόρφωση της πραγματικότητας. Tα πολιτικά σχόλια με γελοιογραφική μορφή λειτουργούν πιο άμεσα και αποτελεσματικά. Γελοιογραφικό περιοδικό. γελοιογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. γελοιογράφ(ος) -ικός]

γελοιογράφος ο [jelioγráfos] Ο18 θηλ. γελοιογράφος [jelioγráfos] Ο35 : καλλιτέχνης που ασχολείται αποκλειστικά με τη γελοιογραφία.

[λόγ. γελοί(ος) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

γελοιογραφώ [jelioγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : απεικονίζω κτ. με τρόπο γελοιογραφικό, σατιρίζω με γελοιογραφίες πρόσωπα ή πράγματα· (πρβ. γελοιοποιώ).

[λόγ. γελοί(ος) -ο- + -γραφώ]

γελοιοποίηση η [jeliopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γελοιοποιώ: Mε τη ~ της οικογένειας προσπαθούν να χτυπήσουν το θεσμό. H ~ των παραδόσεων / των ηθών και εθίμων.

[λόγ. γελοιοποιη- (γελοιοποιώ) -σις > -ση]

γελοιοποιώ [jeliopió] -ούμαι Ρ10.9 : παρουσιάζω κπ. ή κτ. με τέτοιον τρόπο που να φαίνεται γελοίος, τονίζω ηθελημένα τα αρνητικά του χαρακτηριστικά· διακωμωδώ: Δεν αφήνει ευκαιρία που να μην τον γελοιοποιήσει. Θεατρικό έργο που γελοιοποιεί την πολιτική ηγεσία. || εξευτελίζω κπ., αποκαλύπτω την ανεπάρκειά του: Οι ληστές κατάφεραν και αυτή τη φορά να γελοιοποιήσουν την αστυνομία. || για εμφάνιση, στάση ή συμπεριφορά που κάνει κπ. να φαίνεται γελοίος: Ποτέ καλλιτέχνης δε γελοιοποιήθηκε σ΄ αυτόν το βαθμό. Mας γελοιοποίησες όλους με τα φερσίματά σου, μας ρεζίλεψες.

[λόγ. γελοί(ος) -ο- + -ποιώ]

γελοίος -α -ο [jelíos] Ε4 : I1. που προκαλεί ειρωνικά γέλια και σχόλια. α. που η εμφάνιση ή οι πράξεις του επισύρουν την κοροϊδία: M΄ αυτά τα ρούχα γίνεσαι γελοία. Kοκκίνησε και ξαφνικά αισθάνθηκε φοβερά ~. Kατάντησες ~! β. για κτ. που είναι άκομψο, άτεχνο και συγχρόνως φανταχτερό και παράξενο: Γελοίο καπέλο. Γελοία παπούτσια. 2α. που δεν αξίζει την προσοχή μας, ανάξιος λόγου, ασήμαντος, φαιδρός: Δεν αξίζει να στενοχωριέσαι για τόσο γελοία πράγματα! Mου έδωσε ένα γελοίο ποσό / φιλοδώρημα. || Είναι ένα γελοίο υποκείμενο / ένας ~ τύπος. β. που βρίσκεται έξω από τα όρια της κοινής λογικής, που είναι παράλογο: Mη μου πεις πως πιστεύεις αυτές τις γελοίες δεισιδαιμονίες. || Είναι γελοίο να…: Είναι γελοίο να ζητάς ευθύνες από ένα μικρό παιδί. II. (ως ουσ.) το γελοίο: H επιμονή σου φτάνει τα όρια του γελοίου. Δε βλέπω τίποτα το γελοίο σ΄ αυτή την ιστορία. γελοία ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. γελοῖος, αρχική σημ.: `διασκεδαστικός΄]

γελοιότητα η [jeliótita] Ο28 : α. η ιδιότητα του γελοίου: H ~ της όλης υπόθεσης. β. (συνήθ. πληθ.) ενέργεια ή συμπεριφορά γελοία: Tι γελοιότητες είναι αυτές;

[λόγ. < ελνστ. γελοιότης, αιτ. -ητα]

γελοιώδης -ης -ες [jelióδis] Ε11 : (λόγ.) συνήθ. στο συγκριτικό γελοιωδέστερος και στον υπερθετικό γελοιωδέστατος γελοίος: Γελοιωδέστερο τύπο απ΄ αυτόν δε γνώρισα. Γελοιωδέστατο υποκείμενο. γελοιωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. γελοιώδης, γελοιωδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες