Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαϊδουρομούλαρο
1 εγγραφή
γαϊδουρομούλαρο το [γaiδuromúlaro] Ο41 : 1α. μουλάρι που γεννιέται από θηλυκό γαϊδούρι. || (πληθ.) γαϊδούρια και μουλάρια μαζί. β. εύρωστος γάιδαρος. 2. (μτφ., σπάν.) άνθρωπος εξαιρετικά αγενής, αναίσθητος ή αχάριστος· γαϊδουρογάιδαρος.

[γαϊδουρο- + μουλάρ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες