Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαρνίρω [γarníro] -ομαι Ρ6 : προσθέτω, συνήθ. σε ρούχο ή σε φαγητό, κτ. για διακόσμηση ή απλώς για συμπλήρωμα: Πετσέτα γαρνιρισμένη με δαντέλα. Είχε γαρνίρει το φόρεμά της με βελούδο. Θα ~ την τούρτα με κερασάκια.
[ιταλ. guarnir(e) -ω ή μσνλατ. garniar(e) -ω με επίδρ. του ιταλ. guarnire]



