Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαντοφορεμένος
1 εγγραφή
γαντοφορεμένος -η -ο [γantoforeménos & γandoforeménos] Ε3 : που φοράει γάντια: Tον βλέπεις πάντα γαντοφορεμένο. Tου άπλωσε το γαντοφορεμένο της χεράκι.

[γάντ(ι) -ο- + φορεμένος μππ. του φορώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες