Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαντοφορεμένος -η -ο [γantoforeménos & γandoforeménos] Ε3 : που φοράει γάντια: Tον βλέπεις πάντα γαντοφορεμένο. Tου άπλωσε το γαντοφορεμένο της χεράκι.
[γάντ(ι) -ο- + φορεμένος μππ. του φορώ]



