Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαμήσι
2 εγγραφές [1 - 2]
γαμήσι το [γamísi] Ο44 : (χυδ.) 1. η συνουσία. 2. (μτφ.) μεγάλη δυσκολία.

[μσν. γαμήσει το < αρχ. γαμήσειν απαρέμφ. μέλλ. του ρ. γαμῶ]

γαμησιάτικα τα [γamisxátika] Ο41 : (χυδ., λαϊκ.) μόνο στη ΦΡ πληρώνω τα ~: α. πληρώνω κοροϊδίστικα λεφτά. β. υφίσταμαι τις συνέπειες χωρίς να είμαι ο (κύριος) υπαίτιος· ΣYN ΦΡ πληρώνω τα κερατιάτικα.

[γαμήσ(ι) -ιάτικα, ουδ. πληθ. του -ιάτικος κατά το κερατιάτικα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες