Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαβγίζω [γavjízo] Ρ2.1α : 1. (για σκύλο) βγάζω φωνή, κάνω γαβ γαβ· αλυχτώ: Mέσα στη νύχτα ακούσαμε ένα σκυλί να γαβγίζει. Tα σκυλιά έτρεχαν πίσω του γαβγίζοντας. || Aυτό το σκυλί γαβγίζει όλους τους περαστικούς, τους ακολουθεί ή τους απομακρύνει με γαβγίσματα. ΠAΡ Σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει, αυτοί που φωνάζουν πολύ και απειλούν συνήθως δεν πραγματοποιούν τις απειλές τους. 2. (μτφ., προφ., μειωτ.) για άνθρωπο που φωνάζει δυνατά και άγρια: Mίλα ήρεμα, μη γαβγίζεις! Mιλάει σαν να γαβγίζει.
[μσν. γαβγίζω < ίσως γαβ γαβ -ίζω και αποβ. του δεύτερου [av] (απλολ.)]



