Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 41 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαλακτοζαχαροπλαστείο το [γalaktozaxaroplastío] Ο39 : κατάστημα στο οποίο πωλούνται ή σερβίρονται γαλακτοκομικά προϊόντα και γλυκά.
[λόγ. γαλακτο(πωλείο) + ζαχαροπλαστείο]
- γαλακτοκομία η [γalaktokomía] Ο25 : επεξεργασία γάλακτος και μετατροπή του σε βούτυρο, τυρί κτλ.
[λόγ. γαλακτο- + -κομία]
- γαλακτοκομικός -ή -ό [γalaktokomikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη γαλακτοκομία: Γαλακτοκομικά προϊόντα.
[λόγ. γαλακτοκομ(ία) -ικός]
- γαλακτομπούρεκο το [γalaktobúreko] & γαλατομπούρεκο το [γalatobú reko] Ο41 : σιροπιαστό γλυκό που γίνεται με φύλλα κρούστας και κρέμα από γάλα, σιμιγδάλι και αυγά. || (έκφρ.) είναι σαν ~, για κπ. που είναι άσπρος και αφράτος.
[γαλατο-: γαλατο- + μπουρέκ(ι) -ο· γαλακτο-: λόγ. επίδρ. κατά το λόγ. θ. γαλακτ- της λ. γάλα]
- γαλακτοπαραγωγή η [γalaktoparaγojí] Ο29 : το σύνολο της παραγωγής γάλακτος· η απόδοση, σε γάλα, των προβάτων, αγελάδων κτλ.: Aύξηση της γαλακτοπαραγωγής.
[λόγ. γαλακτο- + παραγωγή]
- γαλακτοπαραγωγικός -ή -ό [γalaktoparaγojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την παραγωγή γάλακτος: Γαλακτοπαραγωγικές χώρες.
[λόγ. γαλακτοπαραγωγ(ή) -ικός]
- γαλακτοπαραγωγός -ός -ό [γalaktoparaγoγós] Ε16 : που παράγει γάλα: Γαλακτοπαραγωγά ζώα. || (ως ουσ.) ο γαλακτοπαραγωγός, αυτός που ασχολείται με την παραγωγή γάλακτος: Οι γαλακτοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για την τιμή του γάλακτος.
[λόγ. γαλακτο- + παραγωγός]
- γαλακτοπωλείο το [γalaktopolío] Ο39 : ειδικό κατάστημα, όπου πουλούν ή σερβίρουν κυρίως γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα· γαλατάδικο.
[λόγ. γαλακτοπώλ(ης) -είον]
- γαλακτοπώλης ο [γalaktopólis] Ο10 θηλ. γαλακτοπώλισσα [γalaktopó lisa] Ο27 : ιδιοκτήτης (ή υπάλληλος) γαλακτοπωλείου.
[λόγ. γαλακτο- + -πώλης (πρβ. σπάν. ελνστ. γαλακτοπώλης)· λόγ. γαλακτοπώλ(ης) -ισσα]
- γαλακτόρροια η [γalaktória] Ο27 : (ιατρ.) αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς γυναίκας ή θηλαστικού ζώου.
[λόγ. < νλατ. galactorrhoea < galacto- = γαλακτο- + -rrhoea = -ρροια]



