Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυσσινιά
2 εγγραφές [1 - 2]
βυσσινής -ιά -ί [visinís] Ε8 & βυσσινί [visiní] Ε (άκλ.) : που έχει σκούρο κόκκινο χρώμα, όπως το (ώριμο) βύσσινο: Bυσσινιές κουρτίνες. Aγόρασα ένα φουστάνι βυσσινί / μια βυσσινί ζακέτα. || (ως ουσ.) το βυσσινί: Tο βυσσινί είναι το αγαπημένο της χρώμα.

[βύσσιν(ο) -ής· βύσσιν(ο) -ί 4]

βυσσινιά η [visiná] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο του οποίου καρπός είναι το βύσσινο.

[βύσσιν(ο) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες