Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομόγλωσσος
1 εγγραφή
βρομόγλωσσος -η -ο [vromóγlosos] Ε5 : που εκστομίζει αισχρά, χυδαία, συκοφαντικά λόγια· βρομόστομος. || (ως ουσ.) ο βρομόγλωσσος.

[βρομο- + γλώσσ(α) -ος ή βρομόγλωσσ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες