Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βρομη
1 item total
βρόμη η [vrómi] Ο30 : δημητριακό που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή.

[αρχ. ὁ βρόμ(ος) μεταπλ. (η αλλ. γένους ίσως κατά τη λ. σίκαλη)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go