Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρικόλακας
1 εγγραφή
βρικόλακας ο [vrikólakas] Ο5 : 1. νεκρός που, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, βγαίνει τις νύχτες από τον τάφο του και γυρίζει ανάμεσα στους ζωντανούς για να τους πιει το αίμα και γενικότερα να τους βλάψει· (πρβ. φάντασμα): Φοβάται μην έρθει κανένας ~ και του πιει το αίμα. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο που δεν κοιμάται τη νύχτα αλλά τριγυρνά άσκοπα. β. θεσμός ή ιδέα ξεπερασμένη, που αναβιώνει ξαφνικά: Nόμος ~.

[μσν. βουρκόλακας, *βρικόλακας < βουλγ. vĭrkolak ( [-lák] ) -ας με μετάθ. του [r] και μετακ. τόνου ίσως κατά το επίθημα -ακας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες