Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλαμμένος
1 εγγραφή
βλαμμένος -η -ο [vlaménos] Ε3 : που έχει διαταραχτεί η ψυχική και διανοητική του ισορροπία, ανισόρροπος: Mην τον παίρνεις στα σοβαρά, είναι ~. || (ως ουσ., μειωτ., υβρ.): Όλοι οι βλαμμένοι εδώ μαζεύτηκαν.

[μσν. βλαμμένος < μππ. βεβλαμμένος του αρχ. ρ. βλάπτω με παράλειψη του αναδιπλ. για σαφέστερο συσχετισμό προς το ρ. βλάπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες